νούσου

νούσου
νόσος
sickness
fem gen sg (epic ionic)
νοῦσος
sickness
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • Dietz [2] — Dietz, 1) Joh. Christ. Friedrich, geb. 1765 in Wetzlar, wurde 1789 Subrectorin Güstrow, 1804 Rector in Ratzeburg u. 1812 Pfarrer in Ziethen; er schr.: Antitheätet, Rost. 1798; Beantwortung der idealischen Briefe Tidemanns, Gotha 1801; Die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • εγχρονία — ἐγχρονία, η (AM) μσν. έτος, χρονιά αρχ. χρόνια φύση, μορφή («ἐγχρονία νούσου») …   Dictionary of Greek

  • προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”